-
1 ένστικτο
[энстнкто] ουσ. о. инстикт.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ένστικτο
-
2 инстинкт
-
3 инстинкт
το ένστικτο, το ορμέμφυτοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инстинкт
-
4 животный
живо́тн||ыйприл1. ζωικός:\животныйый мир τό ζωϊκό βασίλειο·2. перен (грубый, низменный) κτηνώδης, ζωώδης:\животныйый инстинкт τό ζωώδες (или τό κτηνώδες) ἐνστικτο· \животныйый страх ὁ ζωώδης φόβος. -
5 инстинкт
инстинктм τό ἔνστικιο[ν], τό ὀρμέμφυ-το[ν]:\инстинкт самосохранения τό ἔνστικτο τής αὐτοσυντήρησης· низменные \инстинкты τα ταπεινά ἔνστικτα. -
6 инстинкт
[ινστίνκτ] ουσ. α ένστικτο -
7 инстинкт
[ινστίνκτ] ουσ α ένστικτο -
8 инстинкт
-а α.ένστικτο. || μτφ. διαίσθηση. -
9 нутро
-а ουδ.1. (απλ.) τα σωθικά, εντόσθια, σπλάχνα.2. (κυρλξ. κ. μτφ.) το εσωτερικό.3. μτφ. διαίσθηση, ένστικτο.4. έμπνευση, ενθουσιασμός• οίστρος.εκφρ.не по -у – δεν είναι του γούστου, δε γουστάρει, δεν αρέσει. -
10 самосохранение
-я ουδ.αυτοσυντήρηση•инстинкт -я το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
См. также в других словарях:
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek
ένστικτο — το έμφυτη εσωτερική παρόρμηση στους ανθρώπους και τα ζώα, που οδηγεί χωρίς τη συμμετοχή της νόησης ή της βούλησης σε ενέργειες οι οποίες εξυπηρετούν τη συντήρηση στη ζωή και την αναπαραγωγή του είδους, το ορμέμφυτο, το ψυχόρμητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ένστιγμα — το ένστικτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένστικτο. Η λ. ένστιγμα μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] … Dictionary of Greek
αυτοσυντήρηση — η 1. το να μπορεί κανείς να συντηρείται με δικά του μέσα 2. βιολ. «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως» το ένστικτο το οποίο ωθεί το άτομο αφενός στην εξασφάλιση της τροφής και στην προφύλαξή του, αφετέρου στην προβολή και δικαίωση της ατομικότητάς του.… … Dictionary of Greek
ενστικτώδης — ες [ένστικτο] 1. αυτός που προέρχεται από ένστικτο («ενστικτώδης κίνηση») 2. αυτός που αποβλέπει μόνο στην ικανοποίηση τών ενστίκτων, πρωτόγονος, ζωώδης … Dictionary of Greek
ετεροφυλοφιλία — η η γενετήσια επιθυμία, το γενετήσιο ένστικτο, το ένστικτο τής αμοιβαίας έλξης μεταξύ τών δύο φύλων για σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροφυλόφιλος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. heterosexuality)] … Dictionary of Greek
ορμέμφυτος — η, ο 1. αυτός που εκδηλώνεται από αυτόματη φυσική ορμή και όχι μετά από σκέψη, ενστικτώδης 2. το ουδ. ως ουσ. το ορμέμφυτο η φυσική ιδιότητα που υπάρχει στους ανθρώπους και στα ζώα και η οποία τούς παρακινεί να ενεργούν ενστικτωδώς, το ένστικτο.… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek